- ομματώ
- ὀμματῶ, -όω (ΑΜ) [όμμα]μσν.θεραπεύω τους οφθαλμούς, ξαναδίνω την όραση («τὸ ὕδωρ πολλοὺς ὠμμάτωσεν», Τζέτζ)αρχ.1. τοποθετώ μάτια σε κάτι, όπως π.χ. σε αγάλματα («πρῶτος δὲ ὀμματώσας καὶ διαβεβηκότα τά σκέλη ποιήσας», Διόδ.)2. δίνω έκφραση στα μάτια3. φρ. α) «ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον [τὸν λόγον]» — έκανα κάτι πιο φανερό, πιο σαφέςβ) «φρὴν ὠμματωμένη» — οξυδερκής διάνοια, ευφυής νους.
Dictionary of Greek. 2013.